- ὑπόμεστος
- ὑπόμεστος, ον,A rather full,
ἀργυρίου Ph.2.67
;βιβλιδίων Eun.VS p.471
B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀργυρίου Ph.2.67
;βιβλιδίων Eun.VS p.471
B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπόμεστος — ον, Α [μεστός] σχεδόν γεμάτος … Dictionary of Greek
ὑπόμεστον — ὑπόμεστος rather full masc/fem acc sg ὑπόμεστος rather full neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑπόμεστα — ὑπόμεστος rather full neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)